γελέκι

γελέκι
και γελέκο και γιλέκο, το και γελέκος, ο
1. ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κουμπώνει μπροστά
2. τα γελέκια
το πανωκόρμι της φουστανέλας
3. φρ. «του κόβω τα γελέκια» — τον κουτσομπολεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γελέκι < τουρκ. yelek, ο δε τ. γιλέκο < (ισπ.) jileco < τουρκ. yelek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γελέκι — το βλ. γιλέκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ilic — ILÍC, ilice, s.n. Pieptar (ţărănesc) fără mâneci, cu revere, încheiat în faţă, confecţionat de obicei din postav roşu sau negru ori din dimie albă (şi împodobită cu găitane). – Din tc. yelek. Trimis de gall, 25.12.2008. Sursa: DEX 98  ilíc s. n …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”