- γελέκι
- και γελέκο και γιλέκο, το και γελέκος, ο1. ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κουμπώνει μπροστά2. τα γελέκιατο πανωκόρμι της φουστανέλας3. φρ. «του κόβω τα γελέκια» — τον κουτσομπολεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γελέκι < τουρκ. yelek, ο δε τ. γιλέκο < (ισπ.) jileco < τουρκ. yelek].
Dictionary of Greek. 2013.